Από τη θάλασσα, αγάπη λες,
πως πας στον ποταμό,
στον έρωτα,
Με μιαν κρυφή ελπίδα,
τον πόθο της πηγής,
μια σπίθα δίψα,
Κι έπειτα; Κανείς.
Οι άγγελοι μαζέψαν ότι άπλωσαν,
και τη σκληρή τη θάλασσα, που πλάγιασε στον ουρανό για να στεγνώσει.
Δεν άντεξαν την τόση γύμνια. Κρύφτηκαν σε ένα χαμηλό σπιτάκι.
Απ’όπου ακούγεται το κελάρισμα του νερού απ'τα ανοιχτά κόκκινα παράθυρα.
24.09.010
πως πας στον ποταμό,
στον έρωτα,
Με μιαν κρυφή ελπίδα,
τον πόθο της πηγής,
μια σπίθα δίψα,
Κι έπειτα; Κανείς.
Οι άγγελοι μαζέψαν ότι άπλωσαν,
και τη σκληρή τη θάλασσα, που πλάγιασε στον ουρανό για να στεγνώσει.
Δεν άντεξαν την τόση γύμνια. Κρύφτηκαν σε ένα χαμηλό σπιτάκι.
Απ’όπου ακούγεται το κελάρισμα του νερού απ'τα ανοιχτά κόκκινα παράθυρα.
24.09.010
Σχόλια